- κατατροπή
- κατατροπή, ἡ (ΑΜ, Α δωρ. τ. κατατροπά, ά) [κατατρέπω]μσν.πόρος, διέξοδος, διαφορετική κατεύθυνση για έξοδο υγρού («παντοῡ μὴ ἔχον πόρον ἢ καί τινα κατατροπὴν εἰς τὸ νερὸν ἐκστάζειν», Βέλθανδρ.)αρχ.1. (στον δωρ. τ.) ά κατατροπάονομασία ενός τμήματος τού κιθαρωδικού νόμου2. η κατά την άλλη όψη, η κατ' αντίθετη κατεύθυνση τροπή, αλλαγή, ανατροπή.
Dictionary of Greek. 2013.